μεγιστόπολις

μεγιστόπολις
μεγιστόπολις f. adj.,
1 who makes cities supremely great (v. Williger, Sprachl. Untersuchungen, 18)

Ἡσυχία, Δίκας ὧ μεγιστόπολι θύγατερ P. 8.2


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεγιστόπολις — μεγιστόπολις, ι (Α) αυτός που καθιστά τις πόλεις μέγιστες ή αυτός που τούς χαρίζει μέγιστη ευδαιμονία («Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + πόλις (πρβλ. μισό πολις, χρυσό πολις)] …   Dictionary of Greek

  • μεγιστόπολι — μεγιστόπολις making cities greatest fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγιστόπολιν — μεγιστόπολις making cities greatest fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”